δενδρίτης

δενδρίτης
I
(Ανατ.). Ονομασία των βραχέων απολήξεων των νευρώνων (νευρικών κυττάρων). Οι δ. μεταδίδουν μόνο τα ερεθίσματα που εκπέμπονται από άλλα νευρικά κύτταρα και κατευθύνονται προς το νευρικό κέντρο.
II
(Ορυκτ.). Κρυσταλλική μορφή ορυκτού, με μείγμα μετάλλων ή τεχνητής ένωσης, που συγκαταλέγεται στους σύνθετους κρυσταλλικούς σχηματισμούς του τύπου των σκελετωδών κρυστάλλων. Συνήθως έχει μορφή κλαδιών δέντρου, φύλλου φτέρης ή αστεροειδούς. Οι δ. σχηματίζονται από λιωμένες ουσίες, ατμούς ή διαλύματα στη διάρκεια της κρυστάλλωσης της ουσίας, ως αποτέλεσμα της άνισης προμήθειας υλικών στα διάφορα μέρη των κρυστάλλων που αναπτύσσονται. Δ. σχηματίζονται συνήθως μεταξύ λεπτών γυάλινων πλακών, σε εύθραυστους σχηματισμούς αργίλου και κατά μήκος λεπτών, μικρών ρωγμών ή κρυστάλλων των πετρωμάτων. Στη φύση οι δ. συναντώνται κυρίως στα αυτοφυή μέταλλα, όπως ο χαλκός, ο άργυρος, ο χρυσός κ.ά., καθώς επίσης στον πυρολουσίτη, στον ουρανίτη, στα συλφίδια του σιδήρου και του χαλκού και σε άλλα ορυκτά.
Ο δενδρίτης, κρυσταλλική μορφή ορυκτού, με μείγμα μετάλλων ή τεχνητής ένωσης, έχει συνήθως μορφή κλαδιών δέντρου, φύλλου φτέρης ή αστεροειδή.
* * *
ο (AM δενδρίτης, ο
θηλ. δενδρῑτις, η) [δένδρον]
νεοελλ.
1. βιολ. πρωτοπλασματική αποφυάδα που μεταφέρει το νευρικό ρεύμα από την περιφέρεια τού σώματος προς τα νευρικά κέντρα
2. ονομασία διαφόρων πολύτιμων λίθων
3. το πρωινό κρύο που βλάπτει τα δένδρα
αρχ.-μσν.
ο σχετικός με το δένδρο
μσν.
ασκητής που ζει επάνω σε δένδρο
αρχ.
1. Δενδρίτης
επίθετο τού Διονύσου
2. Δενδρῑται, οι
μυθικός λαός
3. δενδρῑτις, η (ἡ «γῆ δενδρῑτις»)
περιοχή κατάλληλη για δενδροφύτευση
4. φρ. α) «δενδρῑτις ἄμπελος» — άγριο κλήμα που περιπλέκεται σε δένδρο
β) «νύμφαι δενδρίτιδες» — νύμφες τών δασών, αμαδρυάδες
γ) Δενδρῑτις
επίθετο τής Ελένης στη Ρόδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Δενδρίτης — Δενδρί̱της , Δενδρῖτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρίτης — δενδρί̱της , δενδρίτης of a tree masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρῖται — δενδρίτης of a tree masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρῖτιν — δενδρίτης of a tree fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρῖτις — δενδρίτης of a tree fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cuisse de Jupiter — Dionysos Pour les articles homonymes, voir Dionysos (homonymie). Dionysos assis sur une panthère, mosaïque du …   Wikipédia en Français

  • Dionysos — Pour les articles homonymes, voir Dionysos (homonymie). Dionysos assis sur une panthère, mosaïque du IVe siècle …   Wikipédia en Français

  • Dyonisos — Dionysos Pour les articles homonymes, voir Dionysos (homonymie). Dionysos assis sur une panthère, mosaïque du …   Wikipédia en Français

  • Dioniso — Para el nombre teofórico (‘sirviente de Dioniso’) que a veces se aplica erróneamente a este dios, véase Dionisio …   Wikipedia Español

  • Dendrita — Saltar a navegación, búsqueda Dendrita Dendrita Soma Axón Núcleo …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”